- περιαυτολογία
- η хвастовство; самовосхваление; самохвальство (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιαυτολογία — περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc/acc dual περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογίᾳ — περιαυτολογίᾱͅ , περιαυτολογία speaking about oneself fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογία — ἡ, ΝΑ [περιαυτολογώ] το να μιλά κανείς και μάλιστα επαινετικά για τον εαυτό του, μεγαλαυχία, καυχησιολογία … Dictionary of Greek
περιαυτολογία — η το να λέει κανείς επαινετικά για τον εαυτό του, καυχησιολογία, κομπασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιαυτολογίας — περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc pl περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογίαν — περιαυτολογίᾱν , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ιδιολογία — η (Α ἰδιολογία) [ιδιολόγος] νεοελλ. το να μιλάει κάποιος συστηματικά για τον εαυτό του, η περιαυτολογία αρχ. 1. ιδιαίτερη συνομιλία 2. υποκειμενική θεωρία κάποιου … Dictionary of Greek
κομπορρημοσύνη — η (Μ κομπορρημοσύνη) [κομπορρήμων] μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός … Dictionary of Greek
ξούρα — η 1. το ξύρισμα («πάτησε μια ξούρα» έκανε ένα καλό ξύρισμα) 2. μτφ. ψευτιά, περιαυτολογία («όλο ξούρες τής λέει για να τήν πείσει»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξουρίζω. Η λ. με τη δεύτερη σημ. υποχωρητικά από το ουσ. ξούρας] … Dictionary of Greek